καρσιλαμάς — ο (λ. τουρκ.), είδος αντικριστού λαϊκού χορού: Χορεύει καρσιλαμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Karşılama — ( tr. karşılama, Greek:Καρσιλαμάς) is a Turkish dance of unsure origins found in the Balkans and Anatolia. It literally means face to face greeting . Karsilamas is a couple dance that is still danced in what was the former Byzantine and Ottoman… … Wikipedia
Horon (dance) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • … Wikipedia
Dimitris Semsis — (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein griechischer… … Deutsch Wikipedia
Dimitris Semsis (Salonikios) — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης, Künstlername Salonikios Σαλονικιός, * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… … Deutsch Wikipedia
Salonikios — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… … Deutsch Wikipedia
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
αντικριστός — ή, ό επίρρ. ά καρσιλαμάς, χορός που χορεύεται από ζευγάρια, τα οποία αντικρίζουν το ένα το άλλο: Χόρεψαν πολλούς χορούς, ανάμεσα σ αυτούς κι αντικριστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)